- νερόχιονο
- τοχιόνι και νερό μαζί, αλλ. χιονόνερο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νερόχιονο — το ψιλή και ψυχρή βροχή, χιονόνερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κατ αντιστροφή τού χιονόνερο (πρβλ. καρδιοχτύπι: χτυποκάρδι)] … Dictionary of Greek
ανεμόχιονο — το χιόνι με άνεμο, νερόχιονο … Dictionary of Greek
νερ(ο)- — (Μ νερ[ο] ) α συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό βραστος, νερο μπογιά, νερόκρασο) β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. νερο χελώνα, νερο… … Dictionary of Greek